μητριαρχία

μητριαρχία
Όρος που χαρακτηρίζει γενικά έναν τύπο κοινωνικής οργάνωσης στον οποίο η γυναίκα κατέχει σημαντικότερη θέση από τον άντρα. Ο πρώτος που διατύπωσε ειδική θεωρία της μ. ως πρώτης μορφής οικογενειακής και κοινωνικής οργάνωσης ήταν ο Ελβετός νομικός και εθνολόγος Γιόχαν Γιάκομπ Μπαχόφεν στο έργο του που τιτλοφορούνταν Το μητρικό δίκαιο (Das Mutterrecht, 1861). Την υπόθεση του Μπαχόφεν διατύπωσαν επίσης ανεξάρτητα ο Τζ. Φ. Μακ Λέναν στο έργο του Πρωτόγονος γάμος (1865) και ο Λιούις Χένρι Μόργκαν στο έργο Αρχαία Κοινωνία (1877), ο οποίος γενίκευσε και συστηματοποίησε τα συμπεράσματα των παλαιότερων μελετών του επί των Ινδιάνων της Αμερικής. Ουσιαστικά στις υποθέσεις αυτές προσχώρησε και ο Φρίντριχ Ένγκελς, για τον οποίο «η ανατροπή της μητριαρχίας σημείωσε την ήττα σε παγκόσμια κλίμακα του γυναικείου φύλου». Οι σχετικές μελέτες που έγιναν τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. απέδειξαν την ανυπαρξία κοινωνιών έτσι οργανωμένων, αν εξαιρεθούν λίγες περιπτώσεις κατά τις οποίες οι γυναίκες κατείχαν την ανώτατη εξουσία (γυναικοκρατία) για περιορισμένη χρονικά περίοδο (Πολυνησία, Μαδαγασκάρη), οι ανθρώπινες κοινωνίες είχαν πάντα πατριαρχική συγκρότηση· εκείνο που παρέσυρε τους μελετητές του 19ου αι. ήταν, αφενός, το σύστημα καταγωγής και κληρονομιάς, που μπορεί να είναι πατρογονικό ή μητρογονικό, και, αφετέρου, η θέση που μπορεί να καταλάβει η γυναίκα σε ορισμένους τύπους κοινωνίας, ειδικά σ’ εκείνες που δέχονται τη μητρογονική καταγωγή. Στις κοινωνίες με μητρογονική βάση, όπως εκείνες που μελέτησαν ο Μακ Λέναν και ο Μόργκαν, η εξουσία μεταβιβάζονταν μέσα στο μητρογονικό σόι (clan) όπως και η κληρονομιά, εκείνοι όμως που ασκούσαν την εξουσία ήταν οι άντρες του σογιού –ιδιαίτερα ο θείος από τη μητέρα– επιπλέον η κληρονομιά μεταβιβάζονταν στον αρσενικό ανιψιό και οι γυναίκες μπορούσαν να έχουν, σε σπάνιες περιπτώσεις, ίσα αστικά δικαιώματα και συμβουλευτική γνώμη στις συνελεύσεις (όπως στους Ιροκέζους)· η πεθερά ή η μητέρα μπορούσαν να παίξουν ρόλο βασιλικού συμβούλου, όπως στις αφρικανικές μητρογονικές κοινωνίες. Πέρα από την εξουσία που ασκούσε μέσα στο ίδιο της το σπίτι (mater familias) η γυναίκα δεν είχε ποτέ πραγματικά δικαιώματα να κυβερνά ή να διευθύνει, ούτε κυριαρχική θέση απέναντι στον άντρα.
* * *
η
(κοινων.-ανθρωπολ.) υποθετικό κοινωνικό σύστημα στο οποίο η οικογενειακή και πολιτική εξουσία ασκούνταν μόνον από γυναίκες, που αποτελούσαν την κυρίαρχη δύναμη τής κοινωνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -αρχία (< -άρχης < ἄρχω), πρβλ. πατρι-αρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μητριαρχία — η μορφή κοινωνικής οργάνωσης στην οποία η γυναίκα έχει όλα τα δικαιώματα, κυβερνάει την οικογένεια και την πολιτεία, η γυναικοκρατία (αντίθ. πατριαρχία): Σε αρκετές αρχαίες κοινωνίες επικρατούσε μητριαρχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μητριαρχικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητριαρχία. επίρρ... μητριαρχικά με μητριαρχικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μητριαρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πατριαρχία — Τύπος κοινωνικής οργάνωσης στον οποίο την κυριαρχία και την εξουσία την έχει ο πατέρας. Η π. στους ιστορικούς χρόνους τείνει να γίνει προοδευτικά η επικρατέστερη μορφή κοινωνικής οργάνωσης, αντικαθιστώντας τη μητριαρχία. Σημαντικότατο ιστορικό… …   Dictionary of Greek

  • Δραβίδες — Σύνολο προάριων πληθυσμών, που σήμερα κατοικούν στη νότια Ινδία και υπερβαίνουν τα διακόσια εκατομμύρια. Η ονομασία δόθηκε από τους Ινδοϊρανούς εισβολείς (Αρίους) στον λαό στην ανατολική παράκτια περιοχή του Ντεκάν και αργότερα επεκτάθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • άρκτος — Ονομασία που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στα νεαρά κορίτσια τα οποία έκαναν κινήσεις ανάλογες με της αρκούδας (άρκτου) στην τελετή της γιορτής των Βραυρωνίων, στην οποία τιμούσαν τη θεά Άρτεμη τη Βραυρωνία. Η τελετή γινόταν στη Βραυρώνα της Αττικής …   Dictionary of Greek

  • γυναικοκρατία — η (Α γυναικοκρατία και γυναικοκράτεια) 1. επικράτηση τών γυναικών ή υποταγή τών ανδρών στις γυναίκες 2. η μητριαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. γυναικοκρατία < γυνή, γυναικός + κρατία < κρατής < κράτος γυναικοκράτεια < γυνή, γυναικός + κράτεια <… …   Dictionary of Greek

  • μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… …   Dictionary of Greek

  • οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… …   Dictionary of Greek

  • Λεκατσάς, Παναγής — (Σταυρός Ιθάκης 1911 – Αθήνα 1970). Λόγιος και λογοτέχνης. Υπήρξε ο θεμελιωτής δύο νέων για την Ελλάδα επιστημών, της εθνολογίας και της συγκριτικής θρησκειολογίας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά πολύ νωρίς στράφηκε στην αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Ελλάς — Ονομασία για το σύνολο των ελληνικών αποικιών στη νότια Ιταλία. Πρωτοαναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Πολύβιο τον 2ο αι. π.Χ. · αρχαιότερος, αντίθετα, φαίνεται ο όρος Ιταλιώται, ο οποίος αποδιδόταν στους Έλληνες που ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”